φαλάκρη

φαλάκρη
φαλάκρα
bald bare hill
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

  • φαλάκρωμα — το, ΝΜΑ [φαλακρῶ, ώνω] η φαλάκρωση αρχ. 1. φαλακρή κεφαλή 2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… …   Dictionary of Greek

  • Καρακατσάνης, Θύμιος — (Πειραιάς 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, από την οποία και αποφοίτησε το 1962. Αρχικά παρέμεινε στο ίδιο θέατρο, ερμηνεύοντας ρόλους του ελληνικού και του διεθνούς δραματολογίου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”